| λήμμα:> | σιδεράδικο, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | - |
| σημασία: | Χαρακτηρισμός για γυμναστήριο στο οποίο συχνάζουν πολύ γυμνασμένα και υπερμυώδη άτομα, τα οποία ασχολούνται συστηματικά με τη σωματοδόμηση (body-building) και ως εκ τούτου μπορούν να λυγίσουν ακόμη και σίδερα. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Τυχαίνει να πηγαίνω σε ένα «σιδεράδικο» γυμναστήριο στις Σέρρες και τα μάτια μου καθημερινά βλέπουνε τραγικές μεταλλάξεις… Άτομα στην ηλικία μου (20 χρονών) να γίνονται θηρία σε 1-2 μήνες… |
| προέλευση: | streetbassclub.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 21:44:10 PM |
| συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |