λήμμα:> | καρεκλάς, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη καρέκλα και το επίθημα -άς. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70 και αναφερόταν στους αρσενικούς οπαδούς της ντίσκο μουσικής που κατά κύριο λόγο εισέπρατταν την οργή των οπαδών της ροκ, οι οποίοι ξεσπούσαν στο αφανέ κεφάλι τους συνήθως χτυπώντας τους με καρέκλες. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | γκιράπης |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1980, Πρώτη Γυμνασίου, τα πρώτα πάρτι, οι ορμόνες βράζουν. Κι ενώ οι ροκάδες με τους καρεκλάδες της παρέας τσακώνονταν για το αν το επόμενο τραγούδι που θα βάζαμε θα ήταν το "Rock 'N' Roll" των Led Zeppelin ή το "Electricity" των Orchestral Manoeuvres In The Dark, στην πραγματικότητα όλα τα αγόρια περίμεναν την ώρα των slow τραγουδιών, των "μπλουζ" όπως τα λέγαμε τότε, για να ζητήσουν από τα κορίτσια ένα χορό-εξερεύνηση αγκαλιά. |
προέλευση: | teenmusicgeek.blogspot.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 14:43:48 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |