λήμμα:> | καριολόπουστας, ο, καριολοπουτάνα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις καριόλης και πούστης/πουτάνα. |
σημασία: | Υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα ή άντρα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Τι μπορεί να κάνει μια καριολοπουτάνα πόρνη στην ζωή ενός και όχι μόνο ανθρώπου. Εγώ προσωπικά έχω πάει μαζί της πριν 18 μήνες, κατά την ανάρρωση που είχα από ένα σοβαρότατο τροχαίο, την Δευτέρα έχω προγραμματισμένο χειρουργείο να βγάλω τις λάμες που έχω στο πόδι και εχτές μαθαίνω ότι η συγκεκριμένη έχει AIDS. Πάντως σήμερα πήγα για εξετάσεις. Πέμπτη θα ξέρουμε και επίσημα αν την σκαπουλάραμε, αλλιώς .......κλαύ' τα Χαράλαμπε. |
προέλευση: | adultforum.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 14:47:54 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |