| λήμμα:> | κασέρι, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από το αγγλικό cash (= μετρητά) με συσχέτιση προς το τυρί κασέρι. |
| σημασία: | Έτσι ονομάζονται τα χρήματα, και ειδικότερα τα μετρητά. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Μάνο, χρόνια σου καλά και να 'ναι και πολλά, με υγεία και και πολύ κασέρι, ρε μαν!!!!
|
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Παιγνιώδης εξελληνισμός του ξενικού "cash" κατά το "κασέρι". |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 14:49:25 PM |
| συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |