λήμμα:> | κατεστραμμένος, -η, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Επιθετοποιημένη μετοχή του ρήματος καταστρέφω. |
σημασία: | Αρχικά χρησιμοποιούνταν για τους αλκοολικούς και τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών, που από την υπερβολική χρήση θεωρούνταν πως έχουν κάψει εγκεφαλικά κύτταρα. Πλέον ο όρος χαρακτηρίζει κάποιον που αφιερώνει πάρα πολλές ώρες σε μια δραστηριότητα, κυρίως βιντεοπαιχνίδια, με αποτέλεσμα να παραμελεί τις δραστηριότητες που ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί σημαντικές. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | καΐδι, καΐλας, καμένος |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Και τι κάνεις, ρε κατεστραμμένε, 3 το πρωί στο νετ; |
προέλευση: | forum.kithara.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 15:00:32 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |