λήμμα:> | μπαζόλι/μπαζολιό, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη μπάζο και το επίθημα -όλι. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για πολύ άσχημη γυναίκα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | θεόμπαζο, μπαζόλα, μπαζόμπαζο, μπαλότσα, παντζούρω, πατόλα, πατσόλα, σαύρα |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ποιος είναι ρε σεις αυτός ο Τζίζας με το μπαζόλι; |
προέλευση: | cloudconnected.pblogs.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 15:45:38 PM |
συγγραφέας: | Δημητροπούλου Παναγιώτα |