λήμμα:> | καυλόγκαζος, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις καύλα και γκάζι. |
σημασία: | Αρσενικό, συνήθως νεαρό σε ηλικία, το οποίο αρέσκεται στη ριψοκίνδυνη οδήγηση και στην ιδιαίτερα μεγάλη ταχύτητα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | καυλοτίμονος |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ο μέσος καυλόγκαζος βλέπει/φαντάζεται την φεράρι σαν ό,τι πιο αγνό στον τομέα ... |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 15:49:33 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |