| λήμμα:> | καυλωτίκ |
| μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
| κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη καυλωτ(-ικός) με προσθήκη του γαλλικού επιθήματος -ίκ (-ique). |
| σημασία: | Χαρακτηρισμός για κάτι πολύ ερεθιστικό σεξουαλικά. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | καυλερός |
| αντίθετα: | ντεκαυλέ |
| παραδείγματα χρήσης: | Σχόλιο μετά από αναφορά σε είδος σεξουαλικού πειραματισμού: Δεν υπάρχει πιο καυλωτίκ μετά συγχωρήσεως..! Δεν χρειάζεται να το ζητήσεις... απλά κάν' το..! |
| προέλευση: | lifo.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Υβριδικός σχηματισμός. |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 15:52:16 PM |
| συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |