ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  καυλοτίμονος, ο
μέρος του λόγου:  Ουσιαστικό
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  Από τις λέξεις καύλα και τιμόνι.
σημασία:  Αρσενικό, συνήθως νεαρό σε ηλικία, το οποίο αρέσκεται στη ριψοκίνδυνη οδήγηση και στην ιδιαίτερα μεγάλη ταχύτητα με σκοπό κυρίως να τραβήξει την προσοχή των γύρω του.
θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  καυλόγκαζος
αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  Θα πω όμως κάτι που μπορεί να παρεξηγηθεί. Όπως δεν έχουμε πίστες για να πηγαίνει ο κάθε καυλοτίμονος να ξεχαρμανιάσει και να μην κάνει κόντρες μες στο δρόμο, έτσι δεν έχουμε και σκοπευτήρια για να πάει ο κάθε ρίνγκο να δοκιμάσει την οπλάρα του και να αφήσει εμάς του κυνηγούς ήσυχους!!!
προέλευση:  e-artemis.gr
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  07-05-2014 15:53:43 PM
συγγραφέας:  Κουβάρα Ειρήνη

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ κ - Κ

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 3.133.108.241