λήμμα:> | καυλώστρα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη καύλα και το επίθημα -ώστρα, κατά το "ξαπλώστρα". |
σημασία: | Άκρως εμφανίσιμη γυναίκα που προκαλεί σεξουαλικό ερεθισμό σε όσους τη βλέπουν. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | καυλάκι |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Καυλώστρα: η ξαπλώστρα που συγκεντρώνει τα περισσότερα βλέμματα στην παραλία. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 15:55:20 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |