λήμμα:> | καφρομεταλάς, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις κάφρος και μέταλ (μουσική). |
σημασία: | Άτομο που ακούει φανατικά μέταλ μουσική και χαρακτηρίζεται από ατημέλητη εμφάνιση και προκλητική συμπεριφορά. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ο σωστός καφρομεταλάς και η κάθε μεταλούδα που σέβεται τον εαυτό του δεν κουρεύονται, δεν χτενίζονται και γενικά ακολουθούν το νόμο του “ο μακρύτερος κερδίζει”. Μόνο που εννοούν σε μήκος μαλλιών. |
προέλευση: | inewsgr.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 15:56:35 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |