| λήμμα:> | μπαζόμπαζο, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από διπλασιασμό της λέξης μπάζο. |
| σημασία: | Χαρακτηρισμός για πολύ άσχημη γυναίκα. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | θεόμπαζο, μπαζόλα, μπαλότσα, παντζούρω, πατόλα, πατσόλα, σαύρα |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Ναι, αλλά πρέπει να χαλαρώσουν λίγο και οι γυναίκες, που το κάθε μπαζόμπαζο νομίζει ότι είναι good enough, ώστε να μοιράζει δεξιά αριστερά υφάκι και τουπέ. |
| προέλευση: | insomnia.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Φαινόμενο διπλασιασμού (για επίταση). |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 16:25:16 PM |
| συγγραφέας: | Δημητροπούλου Παναγιώτα |