λήμμα:> | παντζούρω, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Στο www.slang.gr αναφέρεται ότι προήλθε από τη σημασία "τόσο άσχημη που όταν περνάει κλείνεις τα παντζούρια". |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για πολύ άσχημη γυναίκα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | θεόμπαζο, μπαζόλα, μπαζόμπαζο, μπαλότσα, πατόλα, πατσόλα, σαύρα |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Κοίτα τα μούτρα σου στον καθρέφτη, μωρή παντζούρω, πριν την πέσεις στον δικό μου. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 18:12:55 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |