λήμμα:> | παρτόβιος, -α, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη πάρτι και το β΄ συνθετικό -βιος, π.χ. "καφενόβιος". |
σημασία: | Αυτός που διασκεδάζει πολύ και πηγαίνει συνέχεια σε πάρτι. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Παλιότερα έβγαινε κάθε βράδυ έξω και ήταν παρτόβιος. |
προέλευση: | ishow.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 18:23:33 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |