λήμμα:> | παστροθοδώρα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη πάστρα (= καθαριότητα) και το όνομα Θοδώρα. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για άτομο που έχει εμμονή με την καθαριότητα και την τάξη. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Σε τέτοιες καταστάσεις μού βγαίνει η παστροθοδώρα που κρύβω βαθιά μέσα μου. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 18:25:01 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |