λήμμα:> | πατόλα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Πιθανόν από τη φράση πάτος όλα ή από τη λέξη πάτος με σχηματισμό κατά το "καριόλα". |
σημασία: | Η πολύ άσχημη γυναίκα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | θεόμπαζο, μπαζόμπαζο, μπαζόλα, μπαλότσα, παντζούρω, πατσόλα, σαύρα |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Άμα ήταν όμως πατόλα κι όχι απλά άνθρωπος με ατέλειες ή αν τραγούδαγε σαν αυτά τα καθυστερημένα που φτιάχνουν βιντεάκια και μας ματώνουν τα αυτιά, καλά κάνανε και κράζανε. |
προέλευση: | facebook.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 18:28:17 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |