λήμμα:> | πατομπούκαλος, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη πατομπούκαλα. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για κάποιον που φοράει μεγάλα γυαλιά οράσεως, με χοντρούς φακούς. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | γυαλαμπούκας |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Είμαι πατομπούκαλος, τουτέστιν γυαλιά των 3,50 στο κάθε οφθαλμό. |
προέλευση: | electricrequiem.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 18:31:30 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |