| λήμμα:> | πατσόλα, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Πιθανόν από τη λέξη πατσάς με αναλογία προς τον σχηματισμό "καριόλα". |
| σημασία: | Χαρακτηρισμός για πολύ άσχημη γυναίκα. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | θεόμπαζο, μπαζόλα, μπαζόμπαζο, μπαλότσα, παντζούρω, πατόλα, πατσόλα, σαύρα |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Αλλά μετά τον είδα να κοιτά με λιγούρικο ύφος την όποια κοπέλα, ωραία ή πατσόλα, έμπαινε στο μαγαζί. |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 18:34:15 PM |
| συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |