| λήμμα:> | πετρέλαιο, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | - |
| σημασία: | Νοθευμένο ποτό, μπόμπα. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Εννοώ, όταν είναι πετρέλαιο, μπόμπα, το ποτό έχει άλλη επίδραση, ρε, έτσι κατάλαβα εγώ τουλάχιστον, γιατί όταν έφτιαχνα σε πάρτι ήταν μια χαρά. |
| προέλευση: | forum.bodybuilding.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 18:41:09 PM |
| συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |