λήμμα:> | πήδουλο, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το ρήμα πηδάω και το επίθημα -ουλο. |
σημασία: | Η ερωτική πράξη, το πήδημα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | πήδουλας (σημ. β) |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου υπάρχει για να πλουτίσουν τα μαγαζιά και για να ρίξουν κανένα ξεγυρισμένο πήδουλο οι απανταχού αγάμητοι, αν τα καταφέρουν. |
προέλευση: | trelokampero.pblogs.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 18:48:46 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |