λήμμα:> | πλακίζω |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη πλάκα και το επίθημα ρημάτων -ίζω. |
σημασία: | Κάνω πλάκα, αστειεύομαι. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Πώς θα πάμε Stanford ή Georgia Institute? Πλακίζω φυσικά. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 18:50:17 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |