| λήμμα:> | πονηρίδης, ο, πονηρίδου, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη πονηρός και το επίθημα -ίδης κατά τα κύρια ονόματα. |
| σημασία: | Αυτός που κάνει πονηριές. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Όταν και αν κάποιος πονηρίδης πάει να την σκαπουλάρει, γιατί παντού υπάρχουν τέτοια φρούτα, υπάρχουν μηχανισμοί αποτελεσματικοί για να τον τσιμπήσουν και να τιμωρηθεί. |
| προέλευση: | noiz.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 18:55:28 PM |
| συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |