λήμμα:> | παίρνω τον πούλο/πούλογλου/πούλοβιτς |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη πουλί (= πέος) με επιθήματα -ος ή -όγλου/-οβιτς κύριων ονομάτων. Στο "Λεξικό της πιάτσας" του Ζάχου (1981) καταγράφεται η φράση "πάρ' τον πούλο μου και φεύγα". |
σημασία: | Φεύγω από κάπου, κυρίως με την έννοια "με διώχνουν". |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Πότε θα πάρει τον πούλογλου από τη βουλή; |
προέλευση: | forum24.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 19:04:02 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |