| λήμμα:> | πουλόκρυο, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τις λέξεις πουλί (= πέος) και κρύο. |
| σημασία: | Πολύ κρύο, ψοφόκρυο. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | πουτσόκρυο, ψωλόκρυο |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Πολύ χιόνι σου λέω, φιλαράκι, και πολύ πουλόκρυο. Δες θερμοκρασίες μόνο τις τρεις αυτές μέρες. Μανουλίτσα! |
| προέλευση: | motoboard.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 19:05:32 PM |
| συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |