λήμμα:> | πουρέιντζερ, ο, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από τη λέξη πουρό και το αγγλικό συνθετικό -έιτζερ (-ager) κατά το "τινέιτζερ". |
σημασία: | Ο μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος, το πουρό. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Είναι και δίμετρος και νιάτο, αγαπητέ μου. Όχι σαν εμάς, τους πουρέιντζερ. |
προέλευση: | cloudconnected.pblogs.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Υβριδικός σχηματισμός. |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 19:06:51 PM |
συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |