| λήμμα:> | ρεϊσόνι, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη race (= αγώνας δρόμου) και το επίθημα -όνι. |
| σημασία: | Μηχανή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αγώνες. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Στο γυρισμό, περνώντας από τούνελ, είναι ένας με μηχανή ΚΤΜ και μου κάνει νόημα να τα πάμε τσίτα. Αυτός με άκραπα, εγώ με ρέμους ρεϊσόνι, τσίτα τώρα μέσα στο τούνελ. |
| προέλευση: | motoboard.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 19:21:20 PM |
| συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |