| λήμμα:> | ρέκλα, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Στο www.slang.gr αναφέρεται πιθανή ετυμολογία από τη λέξη κα-ρέκλα ή από τη λέξη (ιταλικής προέλευσης) ρεκλούτης που χρησιμοποιείται στα Επτάνησα με σημασία "ρακένδυτος, εξαθλιωμένος". |
| σημασία: | Η χαλαρότητα, η τεμπελιά. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Οργώσαμε την Κηφισιά και τη μισή Ερυθραία και πήγαμε στο πάρκο για καφέ και ρέκλα στην καρέκλα με καφεδάκι, όπου λιώσαμε στον ήλιο χαζεύοντας τα πιτσιρίκια που έπαιζαν. |
| προέλευση: | smageo.blogspot.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 19:22:49 PM |
| συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |