| λήμμα:> | ρόμποκοπ, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
| ετυμολογία: | Από την ομώνυμη ταινία (Robocop). |
| σημασία: | Αστυνομικός των ΜΑΤ, επειδή φέρει βαρύ εξοπλισμό (κράνος, ασπίδα, γκλομπ κ.ά.) όπως ο Robocop στην ομώνυμη ταινία. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Ρόμποκοπ-αστυνομικοί αναλαμβάνουν δράση στους δρόμους. |
| προέλευση: | e-go.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 19:39:56 PM |
| συγγραφέας: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |