λήμμα:> | κλαμπάτος, -η, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη κλαμπ και το επίθημα -άτος. |
σημασία: | Αυτός που συχνάζει στα κλαμπ. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Πλήρωσε κι απόψε, ήτανε χλιδάτος. Είναι trendy, είναι in. Είναι ο κλαμπάτος. |
προέλευση: | stixoi.info |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 22:31:14 PM |
συγγραφέας: | Κουμπουλής Αναστάσιος |