λήμμα:> | κλανίλα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη κλανιά και το επίθημα -ίλα. |
σημασία: | Η έντονη οσμή της κλανιάς. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Οι φίλοι είναι άνθρωποι και αν τους κλάσεις πολλές φορές θα πάνε κάπου που δεν βρωμάει κλανίλα. |
προέλευση: | forum.cosmopolitan.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 22:36:47 PM |
συγγραφέας: | Κουμπουλής Αναστάσιος |