λήμμα:> | καψιμί, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από το αρκτικόλεξο ΚΨΜ = Κ(έντρο) Ψ(υχαγωγίας) Μ(ονάδος). |
σημασία: | Μέρος γεμάτο άντρες. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | αρχιδόκαμπος, ψωλαρία |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ευτυχώς ήρθε κι ένα κορίτσι, γιατί πολλή βαρβατίλα μαζεύτηκε... Καψιμί το κάναμε! |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 22:49:42 PM |
συγγραφέας: | Κουμπουλής Αναστάσιος |