ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  ζάβλακας, ο
μέρος του λόγου:  Ουσιαστικό
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  Από συμφυρμό των λέξεων ζαβός και βλάκας.
σημασία:  Χαζός, βλάκας.
θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  βλακαμάς, βλακόβλακας, ζώγγολο, λακαμάς, μαβλάκας, μπετόβλακας, παπαρομαλάκας, τριμάλαξ
αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  Άλλος ζάβλακας κι αυτος. Το πρόβλημα είναι τι θα απογίνουν οι πρόεδροι των τμημάτων;
προέλευση:  

inout.gr/archive

γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  Φαινόμενο συμφυρμού (blending).
γράφτηκε στη βάση:  08-05-2014 17:56:03 PM
συγγραφέας:  Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ζ - Ζ

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 18.119.143.4