λήμμα:> | ζορίκλας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη ζόρικος και το επίθημα -ίκλας, κατά το "σπασίκλας". |
σημασία: | Αυτός που το παίζει ζόρικος. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Κοίτα, βλαμμένο μαμμόθρεφτο... εγώ δεν έχω κάτι μαζί σου αλλά με τις γελοιότητες που κάνεις, κακόμοιρε.... χαχαχαχα είσαι τελικά ΜΕΓΑΑΑΑΑΛΟΣ ζορίκλας βλακάκο.... επειδή με έβαλες ανεπιθύμητο νομίζεις πως θα το βουλώσω;... είσαι καραγκιόζης, φίλε μου, αυτή είναι η αλήθεια.... |
προέλευση: | hiphop.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 18:02:04 PM |
συγγραφέας: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |