λήμμα:> | ζουζουνιά, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη ζουζούνι και το επίθημα -ιά. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για κάτι το χαριτωμένο, η χαριτωμενιά. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Μουρμουρίζοντας «πόσο χαίρομαι που σε βλέπω», με μια μπριτζιμπαρντοειδή ζουζουνιά στο πιο next door πάντα, για να μην τρομάξεις κιόλας. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 18:04:35 PM |
συγγραφέας: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |