| λήμμα:> | αγκαούγκας, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τις κραυγές άγκα ούγκα. |
| σημασία: | Πολύ ανόητος άνθρωπος. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | άι κιου ραδικιού, αούγκανος, γκάου, στοκάδι |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Σε ποιους νομίζει ο αγκαούγκας, ο πανίβλακας, ότι μιλάει… |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 20:43:22 PM |
| συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |