λήμμα:> | αδείομαι/αδειεύομαι |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη (η) άδεια. |
σημασία: | (Από τη στρατιωτική αργκό) είμαι σε άδεια. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Εγώ, αν και αδειεύομαι από αρχή της εβδομάδας, ξυπνάω κάθε μέρα στις 02.30 λες και θα κατέβω για δουλειά. |
προέλευση: | mybike.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 21:06:13 PM |
συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |