λήμμα:> | αερόμπατσος, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις αέρας και μπάτσος. |
σημασία: | Αερονόμος, «αστυνομικός» της πολεμικής αεροπορίας. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Αύριο ορκίζομαι αερόμπατσος και έχω πήξει στην πρόβα... |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 21:14:15 PM |
συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |