λήμμα:> | αθηνέζικος, -η, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη Αθηνέζος και το επίθημα -ικος. |
σημασία: | Ειρωνικός χαρακτηρισμός για ό,τι βρίσκεται στην Αθήνα ή προέρχεται από την Αθήνα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Αχ, τι ωραίος αθηνέζικος ήλιος, τι ωραία αθηνέζικη πρόοδος, τι ωραίο αθηνέζικο τραγανό κουλούρι Θεσσαλονίκης! |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 21:51:30 PM |
συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |