| λήμμα:> | αλβανιάρης, ο, αλβανιάρα, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη Αλβανός και το επίθημα -ιάρης. |
| σημασία: | Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άτομο αλβανικής καταγωγής, αλλά και γενικότερα για άτομο με παρόμοια εμφάνιση και συμπεριφορά. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Το γαμάτο είναι αν παρατηρήσατε που εκτός από αυτά τα δύο προβληματικά περνάει κι ένας άκυρος αλβανιάρης επίσης από δίπλα και λέει "ράπερ, ράπερ". |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 22:07:01 PM |
| συγγραφέας: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |