λήμμα:> | κλαψομουνιάζω |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη κλαψομούνης και το επίθημα -ιάζω. |
σημασία: | Κλαίγομαι και γκρινιάζω συνεχώς. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Κατακρίνω και στηλιτεύω το κλαψομούνιασμα των άλλων… Εγώ μπορώ να κλαψομουνιάζω όσο θέλω... |
προέλευση: | moutidinounautatablogs.blogspot.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 09-05-2014 09:57:23 AM |
συγγραφέας: | Κουμπουλής Αναστάσιος |