| λήμμα:> | κοκάκιας, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη κόκα (= κοκαΐνη) και το επίθημα -άκιας. |
| σημασία: | Αυτός που είναι εθισμένος στην κοκαΐνη, ο κοκαϊνομανής. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Ένα χασικλάκι, ένας κοκάκιας και ένα ζάκι βρίσκουν ένα λυχνάρι. |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 09-05-2014 10:06:07 AM |
| συγγραφέας: | Κουμπουλής Αναστάσιος |