| λήμμα:> | γκάου (μπίου) |
| μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
| κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
| ετυμολογία: | Πιθανόν το γκάου από επιφώνημα τύπου "ούγκα". |
| σημασία: | Αυτός που λέει ή κάνει ανοησίες. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | αγκαούγκας, άι κιου ραδικιού, αούγκανος, στοκάδι |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Το τεκνό φαίνεται να μην παίρνει πρέφα. Διαβάζει Βενέζη! «Νίκο, είναι γκάου. Βενέζη στα Λιμανάκια; Πού ακούστηκε; Έχει πρόβλημα το άτομο» του λέω ψιθυριστά. |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 09-05-2014 22:37:59 PM |
| συγγραφέας: | Βαλσαμή Αργυρώ |