λήμμα:> | μπαζόλα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη μπάζο, κατά το "καριόλα". |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για πολύ άσχημη γυναίκα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | θεόμπαζο, μπαζόμπαζο, μπαλότσα, παντζούρω, πατσόλα, σαύρα |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Ρε συ, αυτή στις μισές φωτογραφίες είναι ωραία και στις άλλες μισές μπαζόλα. 2) Εγώ απορώ πώς, αφού και ο Μπιλ ήταν ωραίο παιδί στα νιάτα του και η Χίλαρι συμπαθής σχετικά, πώς στο καλό η Τσέλσι βγήκε τόσο μπαζόλα; |
προέλευση: |
2) phorum.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 10-05-2014 02:35:59 AM |
συγγραφέας: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |