| λήμμα:> | φελλόλογος, ο, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τις λέξεις φελλός και φιλόλογος. |
| σημασία: | Φιλόλογος με ελλιπείς γνώσεις ("φελλός"). |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Τώρα αν τον πω φελλόλογο θα τσαντιστούν οι όντως φιλόλογοι. Έλα που δεν μου ‘ρχεται κάτι καλύτερο; Σε όποια περίπτωση αρνούμαι να διαβάζω μπούρδες. |
| προέλευση: | olympia.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Φαινόμενο συμφυρμού (blending). |
| γράφτηκε στη βάση: | 29-07-2014 15:22:03 PM |
| συγγραφέας: | Παναγόπουλος Παναγιώτης |