ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  παλαίουρας, ο
μέρος του λόγου:  Ουσιαστικό
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  Από τη λέξη παλαιός και το επίθημα -ούρα[ς]. Βλ. και "λαίουρας/λέουρας".
σημασία:  

α) Στην αργκό του στρατού ο πιο παλιός σε σειρά.

β) Παρωχημένης νοοτροπίας, παλιομοδίτης.

θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  -
αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  

α) Tου λέω πως δεν με στέλνει κανένας σε ασκήσεις και λοιπές δραστηριότητες διότι είμαι παλαίουρας.

β) Είχα και εγώ στην γειτονιά παλαίουρα τεχνικό που δεν κατάλαβε ότι έλειπε spacer από την πίσω κασέτα και πήγε να μου την σπάσει από το σφίξιμο. Το ότι είναι έμπειρος σε κάτι, δεν πάει να πει ότι είναι και σε κάθε μοντέλο/σύστημα/τεχνολογία.

προέλευση:  

α) kranosgr

β) thelab

γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  03-08-2014 21:56:48 PM
συγγραφέας:  Κουβάρα Ειρήνη

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ π - Π

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 18.97.9.174