| λήμμα:> | σουάγκ/swag |
| μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
| κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
| ετυμολογία: | Στο http://el.urbandictionary.com/define.php?term=SWAG αναφέρεται προέλευση από το αρκτικόλεξο S[ecretly] W[e] A[re] G[ay] (= στα κρυφά είμαστε γκέι). |
| σημασία: | Προσδιορισμός για άτομο το οποίο έχει ένα συγκεκριμένο στιλ, κάποιο είδος κακής αντιγραφής Αμερικανού έγχρωμου ράπερ, με φαρδιά ρούχα και καδένες. Βασικό χαρακτηριστικό του αποτελεί η τάση να αυτοφωτογραφίζεται και να ανεβάζει τις φωτογραφίες στα διάφορα κοινωνικά δίκτυα, με σκοπό να συγκεντρώσει λάικ και σχόλια για να αποδείξει πόσο μπροστά είναι. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Πήγαινε βγάλε καμιά φωτό, ρε swag... Τα γυαλιά να φορέσεις όμως! |
| προέλευση: | ask.fm |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 03-08-2014 22:01:27 PM |
| συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |