λήμμα:> | ποζεράς/πόζερος, ο / ποζέρι, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη poser (= αυτός που κάνει επίδειξη ικανοτήτων). Στο γενικό λεξιλόγιο "ποζάρω" έχει και τη σημασία της προσποιητής και επιτηδευμένης συμπεριφοράς. |
σημασία: | Αυτός που επιδεικνύεται, δείχνει με υπερβολικό τρόπο κάτι που έχει. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Αυτούς τρολάρει ο ποζεράς τύπος στο παρακάτω βίντεο, ο οποίος έχει... τέσσερα PS4 και τα μοστράρει με ένα ξεκαρδιστικά αλαζονικό υφάκι. 2) - Αν όμως πόσταρα κάνα comandante che guevara ή ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά θα ήμουν για σένα έτοιμος βουλευτής. - Ούτε καν. Πόζερος θα ήσουν . |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-08-2014 23:14:25 PM |
συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |