λήμμα:> | πηδήξιμος, -η, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το ρήμα πηδάω (σημασία "γαμάω") κατά τον σχηματισμό λόγιων επιθέτων, π.χ. "εκλέξιμος". |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για άτομο (κυρίως γυναίκα) σεξουαλικά ελκυστικό. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | αξιαγάμητος, γαμεύσιμος, γαμησάμπλ, γαμήσιμος, κρεβατάμπλ |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Βασικά τους μάζεψε εκεί επειδή είναι κακάσχημη, totally μη-πηδήξιμη, 50φεύγα και, εξαιτίας όλων αυτών που είναι, ζηλεύει. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-08-2014 23:20:28 PM |
συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |