λήμμα:> | παθαίνω μουνόπλακα |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη μουνί και πλάκα. |
σημασία: | Παθαίνω την πλάκα μου με κάποιον ή κάτι, εντυπωσιάζομαι υπερβολικά. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Θυμάμαι ότι μόλις έπεσε ο κομήτης Έλενα στα ελληνικά μουσικά δρώμενα, πάθαμε όλοι μουνόπλακα. |
προέλευση: | vice.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 19-08-2014 14:08:40 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |