| λήμμα:> | στοκάδι, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη στόκος και το επίθημα -άδι. |
| σημασία: | Ο χαζός, ο στόκος (μεταφορικά). |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | άι κιου ραδικιού, αγκαούγκας, αούγκανος, γκάου, ντουρντουβάκι |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Κάποιο στοκάδι που το παίζει πανέξυπνος και γαμήκουλας αλλά δεν ξέρει πως το 1ο ενικό είναι σε -ε. |
| προέλευση: | twitter.com |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 02-05-2014 16:30:32 PM |
| συγγραφέας: | Σέργης Γεώργιος |